- ὀπιπτεύοντα
- ὀπιπτεύωpres part act neut nom/voc/acc plὀπιπτεύωpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀπιπτεύοντ' — ὀπιπτεύοντα , ὀπιπτεύω pres part act neut nom/voc/acc pl ὀπιπτεύοντα , ὀπιπτεύω pres part act masc acc sg ὀπιπτεύοντι , ὀπιπτεύω pres part act masc/neut dat sg ὀπιπτεύοντι , ὀπιπτεύω pres ind act 3rd pl (doric) ὀπιπτεύοντε , ὀπιπτεύω pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)